- ὑποψέφαρος
- ὑποψέφᾰρος, ον, cj. by Diosc.Gloss. for ὑποψάθυρος in Hp., Gal. 16.763, cf. 19.150.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποψέφαρος — ον, Α ὑποψάθυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψεφαρός «σκοτεινός, ζοφερός»] … Dictionary of Greek
ὑποψέφαρα — ὑποψέφαρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)